ἄγεθ' — ἄγετε , ἄγε come on! indeclform (adverb) ἄ̱γετο , ἄγω lead imperf ind mp 3rd sg (doric aeolic) ἄ̱γετε , ἄγω lead imperf ind act 2nd pl (doric aeolic) ἄγετε , ἄγω lead pres imperat act 2nd pl ἄγετε , ἄγω lead pres ind act 2nd pl ἄγεται , ἄγω lead… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄγετ' — ἄγετε , ἄγε come on! indeclform (adverb) ἄ̱γετο , ἄγω lead imperf ind mp 3rd sg (doric aeolic) ἄ̱γετε , ἄγω lead imperf ind act 2nd pl (doric aeolic) ἄγετε , ἄγω lead pres imperat act 2nd pl ἄγετε , ἄγω lead pres ind act 2nd pl ἄγεται , ἄγω lead… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άγε — άγετε ἄγε, ἄγετε (Α) (προστ. τού ρ. άγω ως επίρρ.) εμπρός … Dictionary of Greek
άγω — (Α ἄγω) 1. οδηγώ, φέρνω, κατευθύνω, διευθύνω στα αρχ. χρησιμοποιείται συνήθως για έμψυχα σε αντιδιαστολή προς το φέρω που χρησιμοποιείται για άψυχα με την ίδια σημασία και χρήση απαντά ήδη στη Μυκηναϊκή (απρμφ. a ke) 2. μεταβαίνω σε κάποιο τόπο,… … Dictionary of Greek
LABOREMUS — signum militare, quod Tribuno iussit dari Seu. Imp. morti proximus, utpore vir uchemens, rebus agendis intentus et semper serius: cum Pertinax, in Imperium adsictus, dedertit, Militemus, Vide Spartian. Paulo aliter Dion, Τὸ σύμπαν ουτως ενεργὸς… … Hofmann J. Lexicon universale
άιντε — και άντε πληθ. αϊντέστε και αντέστε (επιφώνημα παρακελευσματικό) ας, έλα, ελάτε, εμπρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < άγετε, προστακτ. τού ρήμ. άγω*] … Dictionary of Greek
λιγύς — εία, ύ (Α λιγύς, λίγεια, λιγύ) αυτός που ηχεί δυνατά και καθαρά, λιγυρός, διαπεραστικός ή μελωδικός («λιγέων ἀνέμων λαιψηρὰ κέλευθα», Ομ. Ιλ.) αρχ. 1. καλλίφωνος, γλυκόφωνος («ἄγετε δή, ὦ Μοῡσαι,... λίγειαι», Πλάτ.) 2. (για ήχο) λυπηρός, θρηνώδης … Dictionary of Greek